μορφή

μορφή
μορφή, ῆς, ἡ (Hom.+) form, outward appearance, shape gener. of bodily form 1 Cl 39:3; ApcPt 4:13 (Job 4:16; ApcEsdr 4:14 p. 28, 16 Tdf.; SJCh 78, 13). Of the shape or form of statues (Jos., Vi. 65; Iren. 1, 8, 1 [Harv. I 67, 11]) Dg 2:3. Of appearances in visions, etc., similar to persons (Callisthenes [IV B.C.]: 124 Fgm. 13 p. 644, 32 Jac. [in Athen. 10, 75, 452b] Λιμὸς ἔχων γυναικὸς μορφήν; Diod S 3, 31, 4 ἐν μορφαῖς ἀνθρώπων; TestAbr A 16 p. 97, 11 [Stone p. 42] ἀρχαγγέλου μορφὴν περικείμενος; Jos., Ant. 5, 213 a messenger fr. heaven νεανίσκου μορφῇ): of God’s assembly, the church Hv 3, 10, 2; 9; 3, 11, 1; 3, 13, 1; Hs 9, 1, 1; of the angel of repentance ἡ μ. αὐτοῦ ἠλλοιώθη his appearance had changed m 12, 4, 1. Of Christ (ἐν μ. ἀνθρώπου TestBenj 10:7; Just., D. 61, 1; Tat. 2, 1; Hippol., Ref. 5, 16, 10. Cp. Did., Gen. 56, 18; of deities ἐν ἀνθρωπίνῃ μορφῇ: Iambl., Vi. Pyth. 6, 30; cp. Philo, Abr. 118) μορφὴν δούλου λαβών he took on the form of a slave=expression of servility Phil 2:7 (w. σχῆμα as Aristot., Cat. 10a, 11f, PA 640b, 30–36). This is in contrast to expression of divinity in the preëxistent Christ: ἐν μ. θεοῦ ὑπάρχων although he was in the form of God (cp. OGI 383, 40f: Antiochus’ body is the framework for his μ. or essential identity as a descendant of divinities; sim. human fragility [Phil 2:7] becomes the supporting framework for Christ’s servility and therefore of his κένωσις [on the appearance one projects cp. the epitaph EpigrAnat 17, ’91, 156, no. 3, 5–8]; on μορφὴ θεοῦ cp. Orig., C. Cels. 7, 66, 21; Pla., Rep. 2, 380d; 381bc; X., Mem. 4, 3, 13; Diog. L. 1, 10 the Egyptians say μὴ εἰδέναι τοῦ θεοῦ μορφήν; Philo, Leg. ad Gai. 80; 110; Jos., C. Ap. 2, 190; Just., A I, 9, 1; PGM 7, 563; 13, 272; 584.—Rtzst., Mysterienrel.3 357f) Phil 2:6. The risen Christ ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ appeared in a different form Mk 16:12 (of the transfiguration of Jesus: ἔδειξεν ἡμῖν τὴν ἔνδοξον μορφὴν ἑαυτοῦ Orig., C. Cels. 6, 68, 23). For lit. s. on ἁρπαγμός and κενόω 1b; RMartin, ET 70, ’59, 183f.—DSteenberg, The Case against the Synonymity of μορφή and εἰκών: JSNT 34, ’88, 77–86; GStroumsa, HTR 76, ’83, 269–88 (Semitic background).—DELG. Schmidt, Syn. IV 345–60. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μορφή — form fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • μορφή — η 1. η εξωτερική όψη, το σχήμα: Είχε κυλινδρική μορφή. 2. η όψη του ανθρώπου, το σουλούπι, το πρόσωπο: Η μορφή του με εντυπωσίασε. 3. μτφ., τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού, φάση εξέλιξης κάποιου οργανισμού ή γεγονότος: Η μορφή του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφῇ — μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφῆ — Μορφεύς forms fem nom/voc/acc dual Μορφεύς forms fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφῇ — Μορφῆι , Μορφεύς forms fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης …   Dictionary of Greek

  • μορφῆι — μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφῇ , μορφάω pres ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”